ἀγήλατος

ἀγήλατος
ἀγήλᾰτος, ον, ([etym.] ἄγος, ἐλαύνω)
A driving out a curse, ἀ. μάστιξ, i. e. lightning which consumes and so purifies, Lyc.436.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγήλατος — ἀγήλατος, ον (Α) αυτός που διώχνει το ἄγος*, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγος + ἐλαύνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀγηλάτῳ — ἀγήλατος driving out a curse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… …   Dictionary of Greek

  • αγηλατώ — ἀγηλατῶ ( έω) (Α) [ἀγήλατος] διώχνω κάποιον επικατάρατο ή μιαρό, κυρίως ιερόσυλο ή ένοχο για φόνο …   Dictionary of Greek

  • αρματήλατος — ἁρματήλατος, ον (Α) 1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.) 2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, τος + ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το η βάσει του νόμου «της …   Dictionary of Greek

  • ἁγηλάτῳ — ἀγηλάτῳ , ἀγήλατος driving out a curse masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”